πυκνοτάτου

πυκνοτάτου
πυκνός
close
masc/neut gen superl sg
πυκνος
with pointed bottom
masc/neut gen superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλληνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (904 τ. χλμ., 39.488 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με έδρα το Αργοστόλι. Η επικράτειά του περιλαμβάνει τα νησιά Κεφαλονιά και Ιθάκη καθώς και τις νησίδες Απάσα, Αρκούδι, Αστερίς Δασκαλειό, Άτοκος, Βαρδιάνοι, Βρόμωνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”